εξελικτισμός

εξελικτισμός
ο
1. βιολ. θεωρία που επεξηγεί την εξέλιξη τών ειδών στη διάρκεια τών αιώνων
2. ανθρωπολογική και κοινωνική θεωρία κατά την οποία όλοι οι πολιτισμοί είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας εξέλιξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. evolutionnisme)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξελικτισμός — ο (βιολ.), η θεωρία της εξέλιξης, ο μεταμορφισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπερξόν, Ανρί — (Henri Bergson, Παρίσι 1859 – Οτέιγ, Παρίσι 1941). Γάλλος φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Αν και προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, προσέγγισε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον καθολικισμό, αλλά έμεινε πάντα αλληλέγγυος με την εβραϊκή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”